Αρματωμένα γύρω μας κάθε λογής φουσάτα
και δέκα μόνο εμείς παιδιά σε χάνι νέας Γραβιάς
μ’ ανεμισμένο φλάμπουρα τ’ ατίμητά μας νιάτα
σύραμε το λεβέντικο χορό της λεφτεριάς
κι αφού τριγύρω εστρώσαμε τη γη μ’ οχτρών κουφάρια
μ’ ένα τραγούδι αφήσαμε την ύστερη πνοή.
Διαβάτη δος το μήνυμα: σα γνήσια παλληκάρια
για την Ελλάδα πέσαμε κι οι δέκα εδώ νεκροί.
Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη
Πριν από 80 χρόνια, τον Ιούλιο του '44, δέκα ΕΛΑΣίτες αντιμετώπησαν ταμπουρωμένοι σε μια μονοκατοικία στην οδό Μπιζανίου 10 στην Καλλιθέα εκατοντάδες ταγματασφαλίτες και Γερμανούς. Εδωσαν σκληρή μάχη για πάνω από πέντε ώρες. Και κράτησαν την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους. Η μάχη στο Κάστρο της Μπιζανίου, όπως πολιτογραφήθηκε το σπιτάκι, είναι ένα ξεχωριστό γεγονός στην ιστορία της αντικατοχικής αντίστασης στις γειτονιές της Αθήνας.
Τα ονόματα των δέκα παλικαριών του ΕΛΑΣ είναι τα εξής:
Θανάσης Αλεξίου, 20 ετών
Δημήτρης Βασιλειάδης, 19 ετών
Στέλιος Βιτσέντζος, 20 ετών
Δημήτρης Γαλάτσης, 19 ετών
Γιώργος Γυμνόπουλος, 21 ετών
Γιάννης Ιωακειμίδης, 17 ετών
Παύλος Λιγνόπουλος, 20 ετών
Γαβριήλ Μυριδινός, 25 ετών
Ιορδάνης Παπαδόπουλος, 20 ετών
Σπύρος Χατζηπουλημένος, 17 ετών
Ολα ξεκίνησαν στις 23 Ιούλη, όταν το μηχανοκίνητο του Μπουραντά έκανε επιδρομή στην Καλλιθέα, με σκοπό να πιάσει αιχμαλώτους για τα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων των ναζί στην Ευρώπη. Καίγονταν για εργάτες-δούλους οι ναζί, καθώς μετά την ήττα τους στο Στάλινγκραντ είχαν αρχίσει να υποχωρούν υπό το σφυροκόπημα του Κόκκινου Στρατού.
Τμήματα του 1ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που κυριαρχούσε στην περιοχή Καλλιθέας, Ταύρου, Πετραλώνων, χτύπησαν τους Μπουραντάδες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν, μετά από πολύωρη μάχη και αφού τους προκάλεσαν ισχυρές απώλειες. Οι δωσίλογοι συγκέντρωσαν δυνάμεις απ’ όλα τα δωσιλογικά σώματα (Χίτες, Τσολιάδες, Μπουραντάδες) και επανήλθαν την επομένη, 24 Ιούλη, υπό τη διοίκηση γερμανών αξιωματικών και με την υποστήριξη όλμων και πολυβόλων. Εζωσαν την Καλλιθέα και άρχισαν να τοποθετούν τον βαρύ οπλισμό τους σε ταράτσες.
Αμέσως σήμανε συναγερμός με τα «χωνιά». Τμήματα του ΕΛΑΣ από το Δουργούτι (σημερινός Νέος Κόσμος), Σφαγεία (Ταύρος), Πετράλωνα, Παγκράτι, Νέα Σμύρνη, ακόμη και από την Καισαριανή-Βύρωνα και την Κοκκινιά άρχισαν να φτάνουν για ενισχύσεις. Σκληρές ένοπλες οδομαχίες διεξάγονταν. Οι γερμανοτσολιάδες υπερτερούσαν αριθμητικά και σε οπλισμό, όμως οι ΕΛΑΣίτες υπερτερούσαν σε καρδιά και σε δυνατότητα κίνησης και ελιγμών, καθώς τους υποστήριζε ο λαός της περιοχής που τους έβαζε στα σπίτια του.
Οι δέκα νεαροί ΕΛΑΣίτες από το λόχο Χαροκόπου, που είχαν διανυκτερεύσει στην αυλή ενός σχολείου, μάλλον προδόθηκαν από κάποιον ρουφιάνο, δέχτηκαν επίθεση και αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στο παρακείμενο του σχολείου σπιτάκι της οδού Μπιζανίου 10. Ομαδάρχης τους ήταν ο 19χρονος Δημήτρης Βασιλειάδης και ο οπλισμός τους ήταν τρία αυτόματα, εφτά ντουφέκια, δέκα χειροβομβίδες και λίγα πυρομαχικά.
Οι ταγματασφαλίτες, που έχουν και πάλι καθηλωθεί από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, συγκεντρώνουν μεγάλη δύναμη γύρω από το σπιτάκι. Καλούν τους ΕΛΑΣίτες να παραδοθούν και παίρνουν ως απάντηση τα πυρά τους. Αρχίζουν να βάλλουν με όλμους και με πολυβόλα που τοποθετούν σε γύρω ταράτσες. Οι ΕΛΑΣίτες προσπαθούν να σώσουν την οικογένεια του σπιτιού, μια μάνα με τρία ανήλικα παιδιά. Γείτονες μπήγουν τις φωνές και οι ταγματασφαλίτες αναγκάζονται να δεχτούν τη συμφωνία, επιβάλλοντας έναν όρο: να συνοδεύσει τους αμάχους ένας αντάρτης. Ενας ΕΛΑΣίτης μ’ ένα σεντόνι για λευκή σημαία βγάζει την οικογένεια. Μόλις απομακρύνονται η γυναίκα με τα παιδιά, τα καθάρματα τον «ξαπλώνουν» με πυροβολισμούς.
Η μάχη πλησιάζει στο τέλος της. Το σπιτάκι έχει γίνει γιαπί από τα πυρά των δωσίλογων. Από τους πολιορκημένους ακούγεται μια τελευταία ομοβροντία (πέντε πυροβολισμοί) και μετά σιωπή. Οσοι είχαν απομείνει ζωντανοί κράτησαν την τελευταία σφαίρα για τον εαυτό τους. Εκαναν πράξη αυτό που πολλές φορές είχαν φωνάξει στους δωσίλογους πολιορκητές τους στη διάρκεια της πεντάωρης μάχης: «Ο ΕΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΝΕΤΑΙ ΠΟΤΕ».
Το Κάστρο της οδού Μπιζανίου 10 έπεσε, όμως τα τμήματα του ΕΛΑΣ συνέχισαν να μάχονται και να προκαλούν απώλειες στους ταγματασφαλίτες (πάνω από 50 νεκρούς και τραυματίες), που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και πάλι ντροπιασμένοι, καθώς τη νύχτα κλείνονταν στους στρατώνες τους, χεσμένοι από το φόβο. Δεν μπόρεσαν και πάλι να πιάσουν αιχμάλωτους και να τους στείλουν στα ναζιστικά κάτεργα.
Την επομένη η κηδεία των ηρώων υπάρξε πάνδημη. Πάνω από 3.000 άνθρωποι συνόδεψαν το ξόδι τους. Και κάποια στιγμή όλος αυτός ο κόσμος γονάτισε κι ακούστηκε η «ψαλμωδία» της παγκόσμιας εργατιάς: «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς σε άνιση μάχη κι αγώνα…».
Η ποιήτρια της Αντίστασης Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, κάτοικος Καλλιθέας, έγραψε τη μαρτυρία της στην εφημερίδα της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά» (με το ψευδώνυμο Κλειώ):
Και στα σκολειά θα φουρτουνιάζουν των παιδιών τα στήθη σαν αρχινά ο δάσκαλος: Της Καλλιθέας η μάχη…
Της Καλλιθέας τη μάχη! Αν τύχει νάναι απ’ τη γενιά μας ο δάσκαλος, ίσως, να μπορέσει να τη διηγηθεί με τη ζωντάνια που πρέπει. Γιατί η Ιστορία δε γράφεται με την πένα. Τη γράφει το αίμα, η αυτοθυσία και μόνο όσοι τη ζήσαν μπορούνε να την εξιστορήσουν. Αργότερα, σα θ’ αναδιφά τα χαρτιά ο ιστορικός, η μνήμη θα ’χει, πια, χάσει τη θέρμη της. Γι’ αυτό τώρα, ναι τώρα, πρέπει να γράφουμε τις ιστορίες. Για να κρατήσουν τη φλόγα που τις έχει γεννήσει. Εμείς που τα ζήσαμε τα ηρωικά τούτα χρόνια έχουμε κάποιο ιερό χρέος γι’ αυτό.
Δευτέρα ξημέρωμα. 24 Ιουλίου. Η Καλλιθέα είναι ανάστατη. Ξυπνημένοι μέσ’ στα χαράματα απ’ το ξαφνικό ξέσπασμα της μάχης, στριφογυρίζουμε μέσα στα σπίτια. Κάπου κάπου, ανάμεσα από τους όλμους και τις χειροβομβίδες ακούγεται απειλητική η φωνή των τσολιάδων.
«- Τους άτιμους! Μας φάγανε τον Κατσίδη! Πάει κι’ ο Μήτσος κι’ ο Γιάννης…
– Αντέχει μωρέ, ακόμη το σπίτι;
– Αντέχει, λέει! Φρούριο γίνηκε το καταραμένο! Πέντε ώρες τώρα χτυπιέται αλύπητα και δεν παραδίνεται. Στρωμένοι είναι οι δρόμοι από τσολιάδες και χωροφυλάκους. Ακούς δέκα παλιόπαιδα να μας ρεζιλέψουν έτσι.
– Μα σάμπως είναι μόνο το σπίτι; Σε κάθε γωνιά κι ένα μετερίζι… Εχουνε έρθει φαίνεται ελασίτες κι από το Βύρωνα κι’ από τα Σφαγεία…»
Υστερα πάλι σιγή.
Η μάχη έχει απ’ ώρα κοπάσει. Οι δρόμοι ξαναγεμίζουν σιγά σιγά κόσμο. Κι’ όλοι τρέχουν για την οδό Μπιζανίου. Μια είδηση μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. «Αυτοκτόνησαν, μα δεν παραδόθηκαν! Πάμε να το διαπιστώσουμε πως εδώ στη μικρή Καλλιθέα μας γίνηκε αυτό το μεγάλο πράμα. Δεν ξέρουμε ακόμη αν φύγαν οι γκεσταπίτες κι’ οι Γερμανοί. Μα δε φοβούμαστε πια. Η ψυχή μας φούντωσε από τη φλόγα των δέκα παλληκαριών.
Προσκύνημα έχει γίνει το σπίτι. Ολη η Καλλιθέα μαζεύτηκε κει. Συντρίμμια οι πόρτες και τα παράθυρα. Κόσκινο απ’ τις σφαίρες οι τοίχοι.
Τα ηρωικά κορμιά τάχουν σηκώσει. Μα το πάτωμα είναι πλημμυρισμένο από αίμα. Ενα προδοτικό δάχτυλο χάραξε μ’ αυτό αγκυλωτούς σταυρούς γύρω στους τοίχους.
Κανείς δεν μιλεί στην αρχή. Μα λίγο λίγο η αγανάκτηση, ο θαυμασμός, η κατάπληξη γίνονται λόγια. Οι γειτόνοι που παρακολούθησαν πίσω απ’ τις γρίλιες τη γίγαντα-μάχη δεν έχουν σταματημό. Μια λεπτομέρεια ο ένας, ένα όνομα ο άλλος, ο τρίτος κάποια συμπλήρωση. Κι’ η ιστορία φωτίζεται λίγο λίγο.
Να η ιστορία.
«Μια δεκαπενταριά επαναστάτες κοιμόντουσαν κείνο το βράδυ στον κήπο ενός σχολειού δίπλα. Αξαφνα ο σκοπός σάλπισε κίνδυνο. Το στέκι είχε κυκλωθεί. Τα παιδιά πολέμησαν λιονταρίσια. Μερικά ξέφυγαν. Δυο πιαστήκαν και τουφεκίστηκαν κει στον τόπο. Δέκα πρόφτασαν και μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι. Δυο χήρες και τρία παιδιά που το κατοικούσαν απόμειναν άφωνες απ’ το φόβο. Πέντε ώρες πολέμησαν δίχως ανάσα τα παλληκάρια. Απαρτο κάστρο γίνηκε το σπίτι. Ολμοι, πολυβόλα, χειροβομβίδες χτυπούσαν αλύπητα από τις γύρω ταράτσες. Βροχή τα βλήματα γκρέμιζαν τους τοίχους. Οι γκεσταπίτες και οι λογής προδότες που τόχαν κυκλώσει σωριάζονταν όλο και περισσότεροι γύρω του. Και πήραν τα τηλέφωνα και κάλεσαν τους συμμάχους τους.
– Βοήθεια, χάνουμε τη μάχη.
Κι’ οι Γερμανοί κατεβήκαν.
– Παραδοθήτε, φώναζαν τότε στους δέκα λεβέντες. Ελπίδα δεν έχετε.
Κατεβαίνουν οι Γερμανοί.
Μα τα παλληκάρια απάντησαν όλα με μια βοή.
– Ο Ε-ΛΑΣ ΔΕΝ ΠΑ-ΡΑ-ΔΙ-ΔΕ-ΤΑΙ ΠΟ-ΤΕ. Ετσι, αργά, συλλαβιστά, δυο και τρεις φορές.
Φρύαξαν οι προδότες κι οι Γερμανοί πούχαν κατεβεί σε βοήθειά τους. Η μάχη φούντωσε. Τα κουφώματα πέφταν συντρίμμια, τράνταζε ο κόσμος. Μα το πολυβόλο μέσα από το παράθυρο θέριζε ακατάπαυτα. Αξαφνα φάνηκε μια πετσέτα σ’ ένα κοντάρι.
– Λευκή σημαία, φώναξαν με χαρά οι προδότες.
Παύσατε πύρ! θα παραδοθούν.
– Εχουμε δω δυο γυναίκες και τρία παιδιά. Πάρτε τους έξω. Θα πεθάνουν απ’ την τρομάρα. Και βγήκε η εκβιαστική απόφαση:
– Μόνο αν μας τους παραδώσει ένας από σας θα σωθούν. Αλλιώς θα πεθάνουν μαζί σας.
Τα παλληκάρια δέχτηκαν τη θυσία. Αλλο δε γινόταν. Ενας θάπρεπε να παραδοθεί.
Σ’ ένα λεπτό η θυσία είχε γίνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά σώθηκαν κι’ ο ηρωικός Επονίτης τουφεκίστηκε κει, στον τόπο, ύστερα απ την επίμονη άρνησή του να μαρτυρήσει.
– Δεν μπορούσα να πιστέψω τ’ αυτιά μου, έλεγε ο δάσκαλος που καθόταν αντίκρυ. «Ναι ή όχι», του φώναζαν. «Οχι!», είπε, κοιτάζοντάς τους κατάματα.
Και τον σκότωσαν κει στον τόπο.
Κείνη τη στιγμή, συμπλήρωσε άλλος γείτονας, ακούστηκαν απ’ το σπίτι τραγούδια. Τα παιδιά μ’ όλη τη δύναμη και τη φλόγα της ψυχής τους ψάλλαν τον Εθνικό υμνο. Υστερα ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί… Τίποτε άλλο… Το σπίτι βυθίστηκε στη σιγή.
– Ετοιμάζουν έξοδο, φώναζαν οι πολιορκητές και ζητούσαν να βάλουν φωτιά στο σπίτι. Μια ομάδα σίμωσε λίγο – λίγο, δειλά κι’ είδε τα παλληκάρια να πλένε στο αίμα τους. Τις ύστερες σφαίρες τις φύλαξαν για τον εαυτό τους.
Βράδυ της ίδιας μέρας. Νύχτωσε πια, ένα καντηλάκι φέγγει στο περβάζι του παραθύρου. Στεφάνια παντού, ορθά στην ταράτσα, κρεμασμένα στους τοίχους. Ταινίες, ταμπέλες, χαρτιά! Μια γρηούλα τριγυρίζει κλαίοντας. Τα παιδιά ψαχουλεύουν τα χαρτιά και διαβάζουν. Οι οργανώσεις πάνε κι’ έρχονται και φέρνουν αφιερώματα. Οι ελασίτες ψάχνουν τους τοίχους να βρούνε λίγο χώρο ανάμεσα στις τρύπες να γράψουν δυο λόγια: «Κάστρο δεν ήταν, μα άντεξε σαν κάστρο». «Διαβάτη πες στους Ελληνες πως πέσαμε για την πατρίδα». Ο κόσμος περνά και ρίχνει λουλούδια πάνω στα πηγμένα αίματα της αυλής.
Οι ψυχές είναι γεμάτες συγκίνηση. Τα μάτια δεν ξεκολλούν απ’ το σπίτι, που γίνηκε άξαφνα βωμός και προσκύνημα του λαού. Καλότυχο! Τη νύχτα τούτη, όπως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κατέβηκαν και το μοίραναν οι Μοίρες. Και μπήκε ολόισα στην αθανασία.
Αργότερα, η Καλλιθέα, η Αθήνα, ολάκερη η Ελλάδα είναι ελεύθερη πια! Τρισήμισυ μήνες πέρασαν από τότες. Στο πάνθεο του αγώνα πήραν με τη σειρά τους τη θέση τους οι ηρωικές γειτονιές. Ανάμεσά τους και η Καλλιθέα κρατά τη δική της τιμητική θέση. Και το σπιτάκι – κάστρο, στην οδό Μπιζανίου, δίπλα στ’ αδέρφι του το κάστρο, το σπιτάκι του Υμηττού, συναγωνίζεται το Κούγκι και τ’ Αρκάδι. Σ’ ένα λευκό μάρμαρο χαραγμένο γαλάζια ένα επίγραμμα τ’ ονομάζει καινούργιο χάνι της Γραβιάς. Δεν έχει, δεν μπορεί νάχει ιδιοχτήτη πια. Ανήκει στην Ελλάδα, θα γίνει μουσείο. Και τα ηρωικά παλληκάρια, τα 10 παλληκάρια, που τ’ απαθανάτισαν, ένας αστερισμός από δέκα λαμπρά αστέρια, θα στολίζουν πάντα την Ιστορία».
ΠΗΓΗ: https://eksegersi.gr/istoria/78-chronia-apo-ti-machi-tis-odoy-mpizanioy/