«Η ιστορία της αρχαιολογίας και η εξέλιξη της ως επιστήμη»

 

 


«Η ιστορία της αρχαιολογίας και η εξέλιξη της ως επιστήμη»


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Πρόλογος 

Ενότητα Α΄: Οι σημαντικότερες αλλαγές στην εξέλιξη της αρχαιολογίας ως διακριτού επιστημονικού πεδίου σε επίπεδο θεωρητικών προσεγγίσεων 

Ενότητα Β΄: Οι σπουδαιότερες εξελίξεις στην αρχαιολογία σε επίπεδο ερευνητικών μεθόδων

Επίλογος

Βιβλιογραφία

 

Πρόλογος

 

Αρχαιολογία είναι η ανθρωπιστική επιστήμη που σκοπεύει στην αναδόμηση και γνώση του κοντινού ή μακρινού, παλαιότατου ανθρώπινου βίου, μελετώντας τα ανθρώπινα υπολείμματα, όσα δηλαδή απτά αντικείμενα σώζονται ή ανακαλύπτονται με την ανασκαφική δραστηριότητα (Μανακίδου, 2003: 18).

Πρόκειται για μια σχετικά νέα επιστήμη, η οποία ξεκίνησε την ανάπτυξή της τον 18ο αιώνα, μέσω του Διαφωτισμού, όταν αναζωπυρώνεται και αναπτύσσεται το ιστορικό ενδιαφέρον και ο πατριωτισμός της μεσαίας τάξης κατά την περίοδο της δημιουργίας εθνικών κρατών στην Ευρώπη, αλλά και του ιδιαίτερου αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος της ανώτερης μεγαλοαστικής ευρωπαϊκής τάξης την ίδια περίοδο (Μανακίδου, 2003: 18).

Η σύγχρονη Αρχαιολογία, δια της εφαρμογής της θεωρίας, δηλαδή του γενικού πλαισίου εργασίας των αρχαιολόγων και της μεθόδου, τουτέστιν τις τεχνικές και τους όρους αποκάλυψης και ανάλυσης μιας υλικής μαρτυρίας, επιδιώκει την οργανωμένη καταγραφή και ανάλυση των υλικών υπολειμμάτων του παλαιότατου ή έσχατου ανθρώπινου παρελθόντος  (Κουκουζέλη, 2003: 84).

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας πραγματευόμαστε τις σημαντικότερες αλλαγές στην εξέλιξη της αρχαιολογίας, ως διακριτού επιστημονικού πεδίου, σε επίπεδο θεωρητικών προσεγγίσεων.

Στην δεύτερη ενότητα εξετάζουμε τις σπουδαιότερες εξελίξεις στην αρχαιολογία σε επίπεδο ερευνητικών μεθόδων.

 

Ενότητα Α΄: Οι σημαντικότερες αλλαγές στην εξέλιξη της αρχαιολογίας ως διακριτού επιστημονικού πεδίου σε επίπεδο θεωρητικών προσεγγίσεων

 

Το κίνημα της Αναγέννησης έφερε σημαντικές αλλαγές και σπουδαίες εξελίξεις στην κλασσική Αρχαιολογία, παράλληλα με τις γενικότερες αλλαγές στη νοοτροπία και τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων, μετά από τη μεγάλη και σκοτεινή περίοδο  του Μεσαίωνα, καθώς ήδη από τον 15ο αιώνα εμφανίζονται στην Ευρώπη πνευματικά καλλιεργημένοι άνθρωποι, με κριτική σκέψη και πολυποίκιλα ενδιαφέροντα, οι Ουμανιστές (Μανακίδου, 2003: 20).

Στα τέλη του 16ου και ολόκληρο το 17ο αιώνα, πρωτοεμφανίζονται οι συλλογές αρχαιοτήτων, ιδιοκτησίας Ευρωπαίων συλλεκτών, πλουσίων αστών, ευγενών ή κληρικών, που ονομάζονται «θάλαμοι των θαυμάτων», στις οποίες συγκαταλέγονται προγονικά ή εκκλησιαστικά κειμήλια και ετερόκλητα αξιοπρόσεκτα αντικείμενα, προερχόμενα από διαφορετικούς πολιτισμούς και εποχές (Μανακίδου, 2003: 21).

Τον 17ο αιώνα προκύπτουν επίσης ερευνητές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις αρχαιότητες, οι επονομαζόμενοι αρχαιοδίφες, που αναγάγουν την έρευνα σε ξεχωριστή επιστήμη, ξεπερνώντας την απλή περιγραφική παρουσίαση των μνημείων εκείνων, διεισδύοντας στην ερμηνεία τους (Μανακίδου, 2003: 21).

Ο Robert Le Prévôt πραγματοποίησε την πρώτη «ενσυνείδητη» ανασκαφή το 1685, στο Νορμανδικό Cocherel, χωρίς βέβαια να μιλούμε για συστηματική ανασκαφική έρευνα (Μανακίδου, 2003: 22).

Τον 18ο αιώνα παρατηρείται καμπή στην μελέτη της κλασσικής αρχαιότητας, καθώς οι «αρχαιόφιλοι» περιηγητές συστήνουν την Ρώμη ως επίκεντρο των ασχολιών και της κερδοφόρας επιχείρησης του εμπορίου αρχαιοτήτων, ενώ ριψοκίνδυνοι αρχαιοδίφες περιηγητές επισκέπτονται αρχαιότητες στην Ελλάδα και την Εγγύς Ανατολή (Μανακίδου, 2003: 23).

Μια δύσκολη και δαπανηρή περιπέτεια νέων, βορειοευρωπαίων και εύπορων ταξιδιωτών, ήταν κατά τον 18ο αιώνα το «μεγάλο ηπειρωτικό ταξίδι» (Continental Grand Tour), μακρινά εκπαιδευτικά ταξίδια σε εδάφη της κλασικής αρχαιότητας, κυρίως της Ιταλίας και της Ελλάδας, για να διευρύνουν τις γνώσεις τους πάνω στις αξίες των αρχαίων πολιτισμών και να εμπλουτίσουν τις ιδιωτικές τους συλλογές, ενώ το δέλεαρ του ταξιδιού ήταν η επίσκεψη αρχαιολογικών ανασκαφών με την ελπίδα να αποκαλυφθεί μπροστά τους ένας αρχαίος αμφορέας ή ένα γλυπτό, ως μοναδική εμπειρία, επιστέγασμα της κλασικής τους εκπαίδευσης (Μανακίδου, 2003: 23-24).

Δημιούργημα του εξαιρετικού ενδιαφέροντος και του θαυμασμού της ευρωπαϊκής αριστοκρατικής, μεγαλοαστικής τάξης και των πνευματικών της ταγών, έναντι του αρχαιοελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού, από την Αναγέννηση, ήταν η επιστήμη της κλασικής Αρχαιολογίας (Μανακίδου, 2003: 24).

Αξίζει να αναφερθεί πως ο όρος Αρχαιολογία (Archaeologia) πρωτοεμφανίζεται, κατά το 17ο αιώνα, στο αρχαιογνωστικό σύγγραμμα του Γάλλου γιατρού Ζακόμπ Σπον, υπό την άποψη της «σπουδής της Αρχαιότητας» σε αντιδιαστολή με την προγενέστερη σημασία της «τέχνης του Αρχαιοδίφη» (Antiquaria) (Μανακίδου, 2003: 24).

Οι νέες τάσεις και αντιλήψεις στις αρχαιολογικές σπουδές παρουσιάζονται στα μέσα του 18ου αιώνα, καθώς διαφαίνονται οι πρώτες προσπάθειες μελέτης και σχεδιασμού σωζόμενων αρχαιοελληνικών λειψάνων ή μνημείων στην μητροπολιτική Ελλάδα, στις αρχαιοελληνικές αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, ενώ τα σχέδια του ζωγράφου Τζέιμς Στούαρτ και του αρχιτέκτονα Νίκολας Ρεβέττ, έθεσαν τις βάσεις σχεδιασμού και ανέγερσης νεοκλασικών κτιρίων, που χτίστηκαν σε πόλεις της Ευρώπης, αλλά και της Βορείου Αμερικής και είχαν ως πρότυπο τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της αρχαιότητας (Μανακίδου, 2003: 24-25).

Τον 18ο αιώνα ο Γερμανός αρχαιογνώστης, εν πολλοίς πατέρας της κλασσικής Αρχαιολογίας, Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν, προσέφερε ουσιαστικά στην επιστήμη με την διεξοδική μελέτη έργων της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, ενώ ενστερνίστηκε τις αρχές της καλλιτεχνικής εξέλιξης και τεχνοτροπίας (ύφους), εκφράζοντας την αλληλουχία: γένεση, ανάπτυξη, ακμή και παρακμή (Μανακίδου, 2003: 29-30).

Τον 19ο αιώνα εντατικοποιούνται οι θεωρητικές και πρακτικές αρχαιολογικές σπουδές, υπό το πρίσμα των επιρροών του ρομαντισμού και του θετικισμού στην επιστήμη της Αρχαιολογίας. Η επίδραση του ρομαντισμού στην αρχαιολογική έρευνα έγκειται στην στροφή στις ρίζες της ανθρωπότητας και στο σύνολο των αρχαίων πολιτισμών κι όχι σε μεμονωμένα τεχνουργήματα, αλλά και στην ενασχόληση των κλασσικών αρχαιολόγων με την αποσαφήνιση της ελληνικής μυθολογίας και τις προεκτάσεις των μύθων σε πανάρχαιες τελετουργίες και μυστικιστικές λατρείες (Μανακίδου, 2003: 29-32).

Παράλληλα, η διαμόρφωση εθνικών κρατών έστρεψε τους επιστήμονες αρχαιολόγους σε εθνικιστικές μελέτες και δημιούργησε τοπικές αρχαιολογικές σχολές, ενώ η Αρχαιολογία χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την διασύνδεση των τοπικών κοινωνιών με τις πατρογονικές ρίζες και την ανάδειξη των επιτευγμάτων των προγόνων τους (Μανακίδου, 2003: 32).

Η κλασσική Αρχαιολογία διαμορφώνεται τον 19ο αιώνα ως αρχαιογνωστική επιστήμη και βασίζεται κυρίως στα αρχαία κείμενα, ενώ η διενέργεια ανασκαφών υπερτονίζει την επιστημοσύνη των αρχαιολόγων, τον χαρακτήρα και τη βαρύτητα της Αρχαιολογίας (Μανακίδου, 2003: 32).

Η πρώτη επιστημονική ανασκαφή αποδίδεται στον Τόμας Τζέφερσον (3ος πρόεδρος στις Η.Π.Α., 1801-1809), ο οποίος πραγματοποίησε ανασκαφές τύμβων στην πολιτεία της Βιρτζίνια (Jewkes, 2013).

Από την εννοιολογική συγκρότηση της Αρχαιολογίας, που στο μέσον του 19ου αιώνα καθιερώθηκε ως επιστήμη, προκύπτουν δύο αλληλοσυμπληρούμενες πορείες, η πρώτη με αφετηρία την Δανία το 1816 και αντικείμενα μελέτης τη Νεολιθική εποχή και τις εποχές του Χαλκού και του Σιδήρου και η δεύτερη, πενήντα χρόνια αργότερα στην Αγγλία και τη Γαλλία, με αρμοδιότητα την Παλαιολιθική εποχή και με υπόβαθρο τη Γεωλογία και τις λοιπές θετικές επιστήμες (Μανακίδου, 2003: 38).

Από την έρευνα της Παλαιολιθικής εποχής κατά τον 19ο αιώνα, ουσιαστικά αποτελέσματα, χρήσιμα στην Αρχαιολογία μέσω της επιστήμης της Γεωλογίας, ήταν η στρωματογραφία, η θεωρία του ομοιομορφισμού για τα γεωλογικά φαινόμενα και ο προσδιορισμός της αρχαιότητας της ανθρωπότητας από τη μελέτη της Παλαιολιθικής περιόδου, ενώ και η δαρβινική θεωρία περί «καταγωγής και εξέλιξης των ειδών» επηρέασε και την αρχαιολογική έρευνα (Μανακίδου, 2003: 38-39).

Στα τέλη του 19ου και κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, μέσω μιας επιθετικής ανασκαφικής δραστηριότητας, έρχονται στο φως σπουδαία κέντρα του κλασσικού πολιτισμού, καθώς επίσης ανακαλύπτονται και άγνωστοι ως τότε πολιτισμοί όπως ο Κυκλαδικός, ο Μινωικός, ο Μυκηναϊκός, Ασσυριακός και ο Βαβυλωνιακός, ενώ αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για την Παλαιολιθική, Νεολιθική και Χαλκολιθική περίοδο και τα πρωταρχικά στάδια της εποχής του Χαλκού (Μανακίδου, 2003: 40).

Η έντονη ανασκαφική δραστηριότητα εμφανίζεται αρχικά στην Ιταλία κατά τον 18ο και συστηματοποιείται τον 19ο αιώνα, όταν δίνει την προσήκουσα σημασία στην ανάδειξη του ιστορικού της παρελθόντος και οργανώνει ειδική αρχαιολογική υπηρεσία, απαγορεύοντας ταυτόχρονα την εξαγωγή αρχαιοτήτων χωρίς προηγούμενη κρατική έγκριση, ενώ εκρηκτικές διατάσεις λαμβάνει η ανασκαφική δραστηριότητα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στους οικισμούς της Τυρρηνίας και τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Graecia) (Μανακίδου, 2003: 41-42).

Οι ξένοι περιηγητές και «αρχαιολάτρες» των αρχών του 19ου αιώνα στην Ελλάδα αποδεικνύονται συνήθως ανεπαίσχυντοι αρχαιοκάπηλοι που λεηλατούν τις αρχαιότητες με συστηματικές λαθρανασκαφές, παρόμοιες με εκείνες που διενήργησαν Γερμανοί και Άγγλοι στο ναό του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας και στην Αίγινα στο ναό της Αθηνάς Αφαίας, αλλά και με την αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα από τον Κόμη του Έλγιν, όταν αμύθητοι θησαυροί που κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο και στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου στη Γερμανία (Μανακίδου, 2003: 43-44).

Η νεοσύστατη ελληνική Αρχαιολογική Εταιρία διευρύνει κατά τα τέλη του 19ου αιώνα τις ανασκαφικές της δραστηριότητες, με την συνδρομή της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, μια απ’ τις πρώτες ξένες αρχαιολογικές αποστολές που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα, ενώ με την διευρυμένη συνεργασία των αρχαιολόγων με άλλους επιστήμονες, μεταλλάσσονται και οι απόψεις περί της λειτουργίας και της συνεισφοράς της Αρχαιολογίας (Μανακίδου, 2003: 44).

Κατά τον 19ο αιώνα δημιουργούνται κρατικά μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, στα πλαίσια των πολιτικών των εντυπωσιακών ανασκαφών και των μεγάλων μουσείων, που ήταν ουσιαστικά αλληλένδετες, ενώ στην προσπάθεια της λαϊκής εθνικής ανάτασης και της τόνωσης των δεσμών με το πατρογονικό στοιχείο ιδρύονται στα τέλη του 19ου αιώνα τα εθνικά μουσεία στην Ελλάδα και την Ιταλία (Μανακίδου, 2003: 46-47).

Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα συνεχίζονται και εντατικοποιούνται οι ανασκαφές μεγάλης κλίμακας, χάρη στη χρηματοδότησή τους από κρατικούς και ιδιωτικούς οργανισμούς αλλά και ιδιώτες χορηγούς, ενώ την ίδια περίοδο εντείνονται οι επίμονες θεωρητικές έρευνες των αρχαιολόγων και των ιστορικών της αρχαίας τέχνης, οι οποίοι μελετούν πλέον εις βάθος την προβληματική και τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του αρχαίου πολιτισμού, θεωρώντας αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία το γενικό ιστορικό πλαίσιο και ιστορία της τέχνης. (Μανακίδου, 2003: 46-47).

Η σοβαρή κρίση στις ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες, ως αποτέλεσμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, επέφερε το θεωρητικό κίνημα του «νεοουμανισμού» ή «τρίτου ουμανισμού», το οποίο υπερτονίζει την διαχρονικότητα και την επίκαιρη αυθεντικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ενώ η έρευνα συστηματοποιείται και οι ειδικοί τρέφουν το ενδιαφέρον τους στα αρχαία πρωτότυπα κι όχι στα αντίγραφα, καθώς επίσης ενισχύεται η κρατική εποπτεία στις ανασκαφικές έρευνες, στην κλασσική Αρχαιολογία προσδιορίζεται ως θεωρητικό θεμέλιο η πολιτιστική-ιστορική προσέγγιση, ενώ επικρατεί η γερμανική «πολιτιστική-μορφολογική σχολή» (Μανακίδου, 2003: 49-50).

Κατά την μεταπολεμική περίοδο η Αρχαιολογία προσδιορίζεται από επεκτεινόμενες συνεχώς «διεπιστημονικές και θεωρητικές προοπτικές της έρευνας» και γενικά η Αρχαιολογία κατά τη δύση του 20ου αιώνα διακρίνεται από «ερμηνευτικό πλουραλισμό», καθώς τα πολυποίκιλα πεδία της έρευνάς της αντανακλούνται σε τάσεις όπως οι διαδικαστικές - μεταδιαδικαστικές Αγγλοσαξονικές απόψεις, η στρουκτουραλιστική Γαλλική θεώρηση και η εθνοαρχαιολογική - κοινωνιολογική πραγμάτευση από τους μελετητές της παγκόσμιας προϊστορίας (Μανακίδου, 2003: 52).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίζεται η Νέα ή Διαδικαστική Αρχαιολογία, που διαμόρφωσε μια νέα πτυχή της Αρχαιολογίας βελτιώνοντας την μεθοδολογία, αλλά κυρίως τη θεωρία της, επαναπροσδιορίζοντας τη φιλοσοφία της, ξεπερνώντας το περιγραφικό επίπεδο και τις αναζητήσεις «Τι;», «Πού;», «Πότε;» και «Πώς;», προσδοκώντας ουσιωδέστερες απαντήσεις στο «Γιατί;» (Κουκουζέλη, 2003: 260-263). 

 

Ενότητα Β΄: Οι σπουδαιότερες εξελίξεις στην αρχαιολογία σε επίπεδο ερευνητικών μεθόδων

 

Οι αρχαιοδίφες του 17ου αιώνα χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά μια συγκεκριμένη μεθοδολογία στις έρευνές τους, ανιχνεύοντας τα κατάλοιπα αρχαίων ευρωπαϊκών πολιτισμών οι οποίοι δεν άφησαν γραπτά κείμενα (Μανακίδου, 2003: 20).

Οι θετικιστικές εξελίξεις κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι οποίες προσδιόρισαν καταλυτικά την συνέχεια των φυσιογνωστικών επιστημών, επηρέασαν την αρχαιολογική έρευνα με την διεξοδική στιλιστική ανάλυση κατά την μελέτη των υλικών καταλοίπων, υπό το πρίσμα της εφαρμογής ερμηνευτικών μεθόδων των πρακτικών επιστημών, καθώς για τον Γερμανό ιστορικό και αρχαιολόγο Ερνστ Κούρτιους η ανασκαφή ήταν για τον αρχαιολόγο ότι  για τον θετικό επιστήμονα το πείραμα (Μανακίδου, 2003: 35).

Στις ωφέλιμες επιδράσεις του θετικισμού συγκαταλέγονται, η στροφή των αναλυτών στην διεξοδική μελέτη της τεχνοτροπίας των αρχαίων τεχνουργημάτων, η εισαγωγή από τη λεγόμενη Σχολή της Βιέννης των εννοιών «καλλιτεχνικής βούλησης» και του «καλλιτεχνικού γούστου», οι συλλογές εκμαγείων αρχαίων έργων τέχνης και η δημιουργία διακριτών κλάδων της επιστήμης της Αρχαιολογίας, όπως η σπηλαιολογία, η παλαιοντολογία, η νομισματική κ.ά. (Μανακίδου, 2003: 35-36).

Η συνεισφορά των Σκανδιναβών προϊστορικών αρχαιολόγων στην πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας, κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, υπήρξε καταλυτική, καθώς το «σύστημα των τριών εποχών» εισάγεται από τον Κρίστιαν Γιούργκενσεν Τόμσεν και ως σήμερα είναι βασικό εργαλείο χρονολόγησης της ευρωπαϊκής προϊστορίας, την αξία των συνευρημάτων υπογράμμισε ο Jens Jacob Worsaae και  η τυπολογική μέθοδος αναπτύσσεται από τον Όσκαρ Μοντέλιους (Μανακίδου, 2003: 38).

Κατά την περίοδο των μεγάλων ανασκαφών του 19ου αιώνα, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν δεν χαρακτηρίζονταν από απόλυτα επιστημονικά κριτήρια, στο βαθμό που οι ερευνητές - αρχαιολόγοι δεν άφησαν ούτε τουλάχιστον τις υποτυπώδεις εκθέσεις των ανασκαφικών τους πεπραγμένων (Μανακίδου, 2003: 44).

Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε για παράδειγμα ο αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν στην ανασκαφή της Τροίας, χαρακτηρίζονται από σοβαρές επιστημονικές ανακρίβειες, που προφανώς οφείλονταν στην απουσία επιστημονικής προσέγγισης εκ μέρους του (Κουκουζέλη, 2003: 78-79).

Οι ανασκαφικές και οι εποπτικές μέθοδοι βελτιστοποιούνται στις αρχικές δεκαετίες του 20ου αιώνα, με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, όπως η στρωματογραφική ανάλυση, η αεροφωτογραφία, η χρήση της χρονολογικής τεχνικής της δενδροχρονολόγησης, αλλά και η τυπογραφική κατάταξη των ευρημάτων, ενώ θεμελιακή θέση λαμβάνει η σχολαστική παρατήρηση των συνευρημάτων (context) και των υπολοίπων στοιχείων της ανασκαφής (Μανακίδου, 2003: 48).

Η μεταπολεμική περίοδος στην μεθοδολογία της αρχαιολογική έρευνας προσδιορίζεται από την πρακτική των ερευνών επιφανείας και τη χρήση νέων τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η αεροφωτογράφιση, η παλυνολογική εξέταση (εξέταση γύρης), η χρονολόγηση δια της μεθόδου του Άνθρακα-14 (C14) για τα οργανικά υλικά, την τοπογράφηση του χώρου της ανασκαφής, την γεωμαγνητική εδαφική διασκόπηση και την αναλυτική επεξεργασία των δεδομένων της ανασκαφής με ηλεκτρικές μεθόδους (Μανακίδου, 2003: 52).

Η σύγχρονη Αρχαιολογία προσδιορίζεται από δύο πτυχές, την θεωρητική (θεωρία), που προσδίδει το γενικό πλαίσιο των εργασιών και την πρακτική (μέθοδος), με την οποία, μέσω τεχνικών και κανόνων, οι αρχαιολόγοι αποκαλύπτουν και μελετούν την υλική μαρτυρία (Κουκουζέλη, 2003: 84).

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «αρχαιολογική μαρτυρία» ή τον ισοδύναμό του «αρχαίος υλικός πολιτισμός», αναφερόμαστε στο σύνολο των αρχαιολογικών δεδομένων, στα απομεινάρια της αρχαίας ανθρώπινης παρουσίας και διαγωγής, την οποία καταγράφουν οι αρχαιολόγοι και διαχωρίζονται σε α) τέχνεργα, κινητά πράγματα, όπως αγάλματα, εργαλεία, όπλα κλπ, β) κατασκευές, τουτέστιν μη κινητά ευρισκόμενα πράγματα όπως πηγάδια, εστίες, βωμοί κλπ, κτίσματα, διάφορα δηλαδή αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και γ) οικοδεδομένα, που αναφέρονται σε οργανικά υπολείμματα του ανθρώπινου περιβάλλοντος (Κουκουζέλη, 2003: 93).

Οι μέθοδοι εντοπισμού και αναγνώρισης μεμονωμένων αρχαιολογικών  θέσεων αποτελούν κύριο μέλημα των αρχαιολόγων και βασίζονται στη συστηματική εντρύφηση σε αρχαίες γραπτές πηγές και ενδείξεις τοπωνυμικές, περισσότερο όμως εξαρτώνται από την επιτόπια έρευνα, είτε ως σωστική ή υποβρύχια αρχαιολογία, είτε ως αναγνωριστική τοπογραφική έρευνα (Renfrew & Bahn, 2013: 72).

Ως αρχαιολογικές θέσεις αναφέρονται οι περιοχές με μεγάλη πυκνότητα σε αρχαιολογικά δεδομένα, οι οποίες απαρτίζουν την (αρχαιολογική) γεωγραφική περιοχή, ενώ η ακριβής τοποθέτηση ενός ευρήματος στο χωροχρόνο ορίζεται ως αρχαιολογικό πλαίσιο, εντός του άμεσου περιβάλλοντός του και τη συσχέτισή του με άλλα ευρήματα (Κουκουζέλη, 2003: 95, 110, 117).

Οι βασικές διαδικασίες στην ανακάλυψη αρχαιολογικών δεδομένων είναι δύο, αφ’ ενός το στάδιο του εντοπισμού και αφ’ ετέρου το στάδιο του καθαρισμού των αρχαιολογικών θέσεων, δύο στάδια αλληλεξαρτώμενα ως την δεκαετία του 1960, οπότε Αμερικανοί και Βρετανοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως οι δύο αυτές φάσεις θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθούν από την διαδικασία της ανασκαφής, για λόγους κυρίως οικονομίας και ταχύτητας (Κουκουζέλη, 2003: 125).

Για τον εντοπισμό θέσεων και αρχαίων υπολειμμάτων χρησιμοποιούνται σήμερα τρεις αλληλοσυμπληρούμενες μέθοδοι έρευνας, η από αέρος και διαστήματος έρευνα, η επιφανειακή έρευνα και η έρευνα υπεδάφους. Η αεροφωτογράφηση και η τηλεπισκόπιση εφαρμόζονται στην πρώτη μέθοδο από εναέριο σύστημα ηλεκτρομαγνητικού εντοπισμού (ραντάρ) και δορυφόρους, στη δεύτερη, η εξέταση της επιφάνειας αφορά της επιτόπια παρατήρηση από εξερευνητικές ομάδες βάση συγκεκριμένης μεθοδολογίας, ενώ στην τρίτη περίπτωση, στην έρευνα του υπεδάφους, επιστρατεύονται οι γεωφυσικές μέθοδοι, όπως η μέθοδος της ηλεκτρικής αντίστασης, η μέθοδος της μαγνητικής διασκόπησης και τα γεωραντάρ εδαφικής ανίχνευσης (Κουκουζέλη, 2003: 126-146).

Όμως το πλέον φερέγγυο μέσο ανίχνευσης των αρχαιολογικών δεδομένων αποτελεί η αρχαιολογική ανασκαφή, η οποία εν αντιθέσει με τις μεθόδους εντοπισμού και καθαρισμού, ανακαλύπτει τα υπολείμματα που εντοπίζονται κάτω από το έδαφος, με την απομάκρυνση των αλλεπάλληλων στρωμάτων της αρχαιολογική θέσεως και την καταχώρηση των ευρημάτων στο αρχαιολογικό τους πλαίσιο, ενώ ως ιδανική ανασκαφή συνίσταται εκείνη που γίνεται συστηματικά, προσεκτικά και με λεπτομερή, εξονυχιστική ακρίβεια (Κουκουζέλη, 2003: 147-148).

Σωστικές ανασκαφές πραγματοποιούνται σε θέσεις που υπόκεινται σε άμεσο κίνδυνο καταστροφής, ενώ οι συστηματικές ανασκαφές σε προσεχτικά επιλεγμένες θέσεις οι οποίες δεν απειλούνται άμεσα (Κουκουζέλη, 2003: 148-149).

Σημαντικότατη στην αρχαιολογική έρευνα είναι και η χρονολόγηση των αρχαιολογικών θέσεων και των τεχνέργων που ανακαλύπτονται, μέσα από μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων της αρχαιολογικής μαρτυρίας, οι οποίες συνοψίζονται σε δύο κατηγορίες, την σχετική (στρωματογραφία και τυπογραφία) και την απόλυτη χρονολόγηση,  με τις ιστορικές και ημερολογιακές μεθόδους και τις μεθόδους προσδιορισμού ηλικίας των φυσικών επιστημών (Κουκουζέλη, 2003: 166-175).

  

Επίλογος

 

Σίγουρα η επιστήμη της Αρχαιολογίας απέχει παρασάγγες από τη ρομαντική και συναρπαστική περιπέτεια των κινηματογραφικών στούντιο με ήρωες «αρχαιολόγους» και κυνήγι χαμένων θησαυρών, ούτε σχετίζεται με τις «ψευδοαρχαιολογίες» που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, με μυστηριώδεις και μεταφυσικές θεωρίες για την προέλευση του ανθρώπινου πολιτισμού, ούτε προφανώς με τις «ανασκαφές» που διεξάγουν παντός είδους αρχαιοκάπηλοι, διαχρονικά (Κουκουζέλη, 2003: 67-71).

Πρόκειται για σημαντικότατη και γοητευτική επιστήμη η οποία προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει σπουδαιότατες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα.

Κατά την εξέλιξή της η επιστήμη της Αρχαιολογίας πέρασε διάφορες φάσεις σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο, από τις πρώιμες ανασκαφικές μεθόδους, ως τις εξελιγμένες σύγχρονες αρχαιολογικές τεχνικές και εργαστηριακές αναλύσεις, ενώ οι αρχαιοδίφες της Αναγέννησης παραχώρησαν τη θέση τους σε απόλυτα εξειδικευμένους επιστήμονες.

 

Βιβλιογραφία

 

  • Κουκουζέλη Αλ., Μανακίδου Ε., Σμπόνιας Κ., Αρχαιολογία στον Ελληνικό χώρο, Ιστορική διαδρομή της αρχαιολογίας. Ορισμός, Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, Πάτρα, Ε.Α.Π., 2003.
  • Μανακίδου, Ε., (2003) Ιστορική διαδρομή της επιστήμης της Αρχαιολογίας στην Ευρώπη, στο Αρχαιολογία στον Ελληνικό χώρο, Ιστορική διαδρομή της Αρχαιολογίας. Ορισμός, Αντικείμενο, Βασικές Αρχές, Κλάδοι και Προβληματική, Πάτρα, Ε.Α.Π., σελ. 17-63.
  • Renfrew C. & Bahn P., (2013) Αρχαιολογία, Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές εφαρμογές, Ινστιτούτο του βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, έκδ. 3η, Αθήνα.
  • Jewkes, Maisie, (2013) Archaeology, Διαθέσιμο στο: https://www.ancient.eu/Archaeology, Πρόσβαση:18/11/2017.

ΕΛΠ42 - - Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο - 1η, 2017-2018.


*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!